Dream Fragment now in Greek Translation

Someone at αμφιφλοξ blog has written a Greek translation of the Dream Fragment I wrote a few months ago (reposted here beneath the translation). Enjoy.

Συναντηθήκαμε ξανά στον δρόμο που είχαμε βρεθεί την τελευταία φορά. Κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει. Ήταν και πάλι νύχτα. Είχες γεράσει πολύ· εγώ ήμουν λίγο νεότερος απ’ ό,τι τότε. Στο ένα χέρι κρατούσες τόσους πολλούς παπαρουνόσπορους, το άλλο σου χέρι ήταν αλειμμένο με μέλι. Γεύθηκα και τα δύο. Σου είπα ότι σκεφτόμουν πως έμοιαζε με το περίφημο ποίημα του Celan: Mein Aug steigt hinab zum Geschlecht der Geliebten: wir sehen uns an, wir sagen uns Dunkles, wir lieben einander wie Mohn und Gedächtnis [Το μάτι κατηφορίζει προς το φύλο της αγαπημένης: κοιταζόμαστε, μιλάμε για πράγματα σκοτεινά, αγαπιόμαστε σαν μήκων και μνήμη]. Ίσως είχα παρασυρθεί σε αυτήν τη σκέψη τρώγοντας από το χέρι σου. Το ποίημα αρχίζει έτσι, όχι πως το ήξερες. Με μάλωσες. Μου είπες πως τα έχω όλα λάθος, πως μου είχες φέρει καθετί το αισθησιακό: τη νύχτα και τη μήκωνα και το μέλι. Κι εγώ το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν αυτό το χαζό ποίημα. Λυπήθηκα που είχε σκαλώσει εκεί. Είχε σκαλώσει εκεί με τη μνήμη των hamantaschen, γλυκών της γιορτής του Πουρίμ με παπαρουνόσπορους και μέλι, για τα οποία δεν είχα τίποτα να πω. Και τελοσπάντων, είπες, το μέλι ήταν μνήμη γινόμενη μύθος. Το μέλι ήταν ένα συντηρητικό, εμπόδιζε τη μνήμη να είναι εκρηκτική αναγκάζοντας τα πράγματα να αντέχουν αφύσικα. Το μέλι ήταν ο εχθρός της παροδικότητας. Ρώτησα για την ηλικία σου. Το μέλι είπες ήταν μια δύναμη του φωτός. Σου είπα ότι το ποίημα δεν ήταν χωρίς αισθησιασμό, ότι ο Celan δεν ήταν μονάχα έρημα τοπία θανάτου, δίχως καν λουλούδια. Σου είπα να αφουγκραστείς τον ρυθμό του, τους επίμονους αμφιβράχεις του. Δεν δεχόσουν τίποτε. Καθίσαμε για λίγο στη σιωπή, το ένα σου χέρι γεμάτο παπαρουνόσπορους και το άλλο καλυμμένο με μέλι.

We met again in the street where we last met. Neither of us could remember how long it had been. It was night again. You had aged a lot and I was a little younger than I had been. In one hand you had so many poppy seeds, the other hand was coated in honey. I tasted both. I told you I thought it was like the famous Celan poem: Mein Aug steigt hinab zum Geschlecht der Geliebten: wir sehen uns an, wir sagen uns Dunkles, wir lieben einander wie Mohn und Gedächtnis [My eye goes down to the loins of my lover, we stare at each other, we say dark things, we love each other like poppy and memory.] Maybe I had been dragged to this thought by the eating from your hand. The poem starts with that, not that you knew. You berated me. You told me I had it all wrong, that you had brought me everything sensuous: the night and the poppy and the honey. And all I could think of was this stupid poem. I was sorry that it had lodged there. It had lodged there with the memory of hamantaschen, purim sweets with poppy seeds and honey about which I had nothing to say. And anyway, you said, honey was memory made myth. Honey was a preservative, it stopped memory being explosive by forcing things to unnaturally endure. Honey was the enemy of transience. I asked about your age. Honey you said was a force of light. I told you that the poem wasn’t without sensuousness, that Celan wasn’t all deserted landscapes of death, without even flowers. I told you to listen to its rhythm, to its persistent amphibrachs. You were having none of it. We sat for a while in silence, your one hand full of poppy seeds and the other covered in honey.